- διεπέρα
- διεπέρᾱ , διαπεράωgo overimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεπέρασ' — διεπέρᾱσα , διαπεράω go over aor ind act 1st sg (attic) διεπέρᾱσα , διαπεράω go over aor ind act 1st sg (doric aeolic) διεπέρᾱσο , διαπεράω go over imperf ind mp 2nd sg (attic) διεπέρᾱσε , διαπεράω go over aor ind act 3rd sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπέρασαν — διεπέρᾱσαν , διαπεράω go over imperf ind act 3rd pl (attic) διεπέρᾱσαν , διαπεράω go over aor ind act 3rd pl (attic) διεπέρᾱσαν , διαπεράω go over aor ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπεράσαμεν — διεπερά̱σαμεν , διαπεράω go over aor ind act 1st pl (attic) διεπερά̱σαμεν , διαπεράω go over aor ind act 1st pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπέρασα — διεπέρᾱσα , διαπεράω go over aor ind act 1st sg (attic) διεπέρᾱσα , διαπεράω go over aor ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπέρασας — διεπέρᾱσας , διαπεράω go over aor ind act 2nd sg (attic) διεπέρᾱσας , διαπεράω go over aor ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπέρασε — διεπέρᾱσε , διαπεράω go over aor ind act 3rd sg (attic) διεπέρᾱσε , διαπεράω go over aor ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπέρασεν — διεπέρᾱσεν , διαπεράω go over aor ind act 3rd sg (attic) διεπέρᾱσεν , διαπεράω go over aor ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπερανάμεθα — διεπερᾱνάμεθα , διαπεραίνω bring to a conclusion aor ind mid 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπεράναμεν — διεπερά̱ναμεν , διαπεραίνω bring to a conclusion aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπεράνατο — διεπερά̱νατο , διαπεραίνω bring to a conclusion aor ind mid 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)